λανάρισμα — το, ατος η επεξεργασία του μαλλιού με λανάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαναριστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λανάρισμα («λαναριστική μηχανή» μηχανή με την οποία γίνεται το λανάρισμα) … Dictionary of Greek
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
ξαντικός — ή, ό (Α ξαντικός, ή, όν) [ξάντης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ξάνση, στο λανάρισμα 2. το θηλ. ως ουσ. η ξαντική η τέχνη τού λαναρίσματος νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξαντικά η αμοιβή τού ξάντη, η αμοιβή για το λανάρισμα 2. φρ.… … Dictionary of Greek
απολαναρίδι — το κ. ρίδα, η το μαλλί που απομένει μετά το λανάρισμα … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
λαναριστήρι — και λαναριστήριο(ν), το [λαναρίζω] 1. το εργαστήριο τού λαναρά 2. εργοστάσιο ή τμήμα εργοστασίου στο οποίο γίνεται το λανάρισμα … Dictionary of Greek
ξάνση — η (Α ξάνσις) [ξαίνω] λανάρισμα … Dictionary of Greek
ξάσιμο — το η ξάνση, το λανάρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξασ τού ξαίνω (πρβλ. ξάσμα) + κατάλ. (σ)ιμο (πρβλ. γνέσ ιμο, κλώσ ιμο)] … Dictionary of Greek
ξαντήριο — το το εργαστήριο τού ξάντη, ο τόπος και οι εγκαταστάσεις όπου γίνεται το λανάρισμα, λαναριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν τού ξαίνω + κατάλ. τήριο (πρβλ. κλωσ τήριο)] … Dictionary of Greek